- προκαταστρέφω
- Α1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως2. καταστρέφω, αφανίζω3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω πρόωραβ) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» — σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων … Dictionary of Greek